ταμπούρλο

ταμπούρλο
Oνομάζεται και ταμπούρο. Κρουστό όργανο με ακαθόριστο ήχο, εξαιρετικά διαδεδομένο σε παλαιότερους χρόνους σε διάφορους πολιτισμούς. Σχεδόν με τη σημερινή μορφή ενός κυλίνδρου από ξύλο ή μέταλλο, με τις δυο πλευρές κλεισμένες με καλά τεντωμένη μεμβράνη, το τ. χρησιμοποιήθηκε από τους Αιγυπτίους ως πολεμικό όργανο και από τους Έλληνες σε οργιαστικές γιορτές, κυρίως προς τιμήν του Διόνυσου. Αφού με το πέρασμα του χρόνου πλουτίστηκε με μηχανισμό για τη ρύθμιση του ύψους του ήχου, το τ., όργανο απαραίτητο στις μουσικές μπάντες, σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία τα τελευταία χρόνια. Αρκεί να αναφέρουμε το ρολάρισμα του τ. που ανοίγει την εισαγωγή της όπερας Η κλέφτρα κίσσα του Ροσίνι, το τ. που τονίζει τον επίμονο ρυθμό στο Μπολέρο του Ραβέλ, τα χτυπήματα του τ. που κλείνουν την Ιστορία του στρατιώτη του Στραβίνσκι. Οι ηχητικές δυνατότητες, που κατορθώθηκαν με τις διαφορετικές διαστάσεις των τ. που χρησιμοποιούνται ακόμα από τους λαούς της Άπω Ανατολής και των μεγάλων νησιωτικών συμπλεγμάτων του Ειρηνικού, ανέβασαν πολύ την εκτίμηση του τ. στον χώρο της νεότερης μουσικής, η οποία επιδιώκει vα ανεβάσει την εκφραστική σημασία των κρουστών οργάνων. Σήμερα κατασκευάζονται 2 κυρίως είδη τ.: τα ρηχά, με ήχο ξηρό και μάλλον οξύ, των οποίων η κάτω επιφάνεια φέρει, πάνω από την τεντωμένη μεμβράνη, λουριά από έντερο ζώων ή σύρμα, τα οποία εμποδίζουν τους συμπαθητικούς κραδασμούς της, και τα βαθιά, χωρίς λουριά, που ονομάζονται επίσης και στρατιωτικά και έχουν ήχο βαθύτερο και ακόμα πιο ακαθόριστο από τα προηγούμενα. Στην ίδια οικογένεια με τα τ. ανήκουν και μερικά άλλα κρουστά όργανα, αφρικανικής ή νοτιοαμερικανικής προέλευσης, που παίζονται συνήθως κατά ζεύγη και των οποίων μόνο η επιφάνεια καλύπτεται από τεντωμένη μεμβράνη ή νάυλον. Τέτοια είναι τα: μπόνγκος (bongos) και τα ταμ - ταμ (tam-tam), μικρότερων διαστάσεων από τα κοινά τ. και με ήχο πολύ ξηρό και διαπεραστικό, τα κόνγκας (congas), βαθιά και κωνοειδή, και τα αφρικανικά γενικά τ. που κατασκευάζονται σε πολλούς τύπους και μεγέθη και των οποίων η χρήση γίνεται όλο και συχνότερη στη σύγχρονη, ιδιαίτερα, πρωτοποριακή μουσική. Σε πολλούς λαούς της Άσίας και της Αφρικής το ταμπούρλο είναι το πιο διαδεδομένο μουσικό όργανο. Στη φωτογραφία, παίχτες ταμπούρλου στη Ρουάντα.
* * *
το, Ν
1. μικρό τύμπανο
2. μουσ. το ταμπούρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tamburlo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταμπούρλο — το (λ. ιταλ.), μικρό τύμπανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ταμπουρλιέρης — ο, Ν [ταμπούρλο] αυτός που παίζει ταμπούρλο, ο τυμπανιστής …   Dictionary of Greek

  • ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… …   Dictionary of Greek

  • βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… …   Dictionary of Greek

  • ζίλι — το 1. ταμπούρλο 2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας 3. στον πληθ. τα ζίλια τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη περσικής προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σκιαινίδες — (Sciaenidae). Οικογένεια ακανθο πτερύγιων ψαριών που ζουν στις ακτές των θερμών και μερικές φορές των εύκρατων θαλασσών. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, από τα οποία, τα πιο πολλά, ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.… …   Dictionary of Greek

  • ταμπουρλόξυλο — το, Ν μικρό κυλινδρικό ξύλο με το οποίο χτυπούν το ταμπούρλο …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”